«Η άνοιξη δεν ήρθε ακόμα»

van

«Ανθισμένο κλαδί αμυγδαλιάς σε ποτήρι» του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ

Πήγα και κάθισα, στην αγαπημένη του καρέκλα, για να σκεφτώ. Ένιωθα την παρουσία του μέσα στο δωμάτιο. Κοιτούσα εκείνο το κλαδί αμυγδαλιάς  που μου είχε φέρει πριν λίγες μέρες ξαφνικά. «Είδα την ανθισμένη αμυγδαλιά και σκέφτηκα εσένα», μου είχε πει μισογελώντας.  Μα καθώς περνούσαν οι μέρες από τότε που έφυγε, κι αυτό σιγά σιγά μαραινόταν, έχανε, θαρρείς, την ομορφιά του αλλά και το νόημά του.

Χαμένη όπως ήμουν στις σκέψεις μου άκουσα την πόρτα να χτυπάει. Σηκώθηκα απότομα και έτρεξα να δω ποιος είναι, έχοντας μια ελπίδα πως ήταν αυτός. Άνοιξα  την πόρτα και αντίκρισα την κολλητή μου, την Ιφιγένεια, «Αα, εσύ είσαι..» της είπα απογοητευμένη . «Μα ποιος θες να είναι, μωρέ. Δεν νομίζω να πίστευες πως ήταν αυτός. Κάτι σου είχα πει» μου είπε νευριασμένη. «Είχα μία ελπίδα  πως μετάνιωσε για τις πράξεις και τα λόγια του. Αλλά τζάμπα ελπίζω..» της αποκρίθηκα. «Όπως το λες, τζάμπα ελπίζεις ….» Με κοίταξε στα βουρκωμένα μάτια μου και με έσφιξε στην αγκαλιά της. «Μα, γιατί να το κάνει αυτό σε εμένα. Αφού έλεγε πως μ’ αγαπάει . Έλεγε πως δεν θα άφηνε τίποτα να μας χωρίσει. Έλεγε..» είπα δακρυσμένη, όταν με διέκοψε και μου είπε «Όλοι  λένε, λένε,  λένε και τίποτα δεν κάνουν. Λόγια ακούσαμε από πολλούς, μα πράξεις είδαμε πολύ λίγες. Έλα, σήκω ντύσου να πάμε μια βόλτα έξω. Θα σου κάνει καλό». Μου σκούπισε τα δάκρυα και σηκωθήκαμε.

Φορέσαμε τα μπουφάν μας και βγήκαμε στο κρύο του Φλεβάρη. Πήγαμε και καθίσαμε στο πάρκο που τον γνώρισα για πρώτη φορά. «Ήταν μια βροχερή μέρα, άρχισα να λέω, κι εγώ έτρεχα να γυρίσω από την προπόνηση μου, όταν ξαφνικά έπεσα πάνω σε ένα παιδί και σωριάστηκα στο έδαφος. Δεν είχα δει καλά στην αρχή ποιος ήταν, αλλά μετά όταν σήκωσα τα μάτια αντίκρισα ένα ψηλό καστανό που με έπιασε από το χέρι και με σήκωσε…. Την επόμενη μέρα….».

«Μην ξύνεις πληγές» με σταμάτησε η Ιφιγένεια, «Πάμε, θα ξεπαγιάσουμε, δεν ήρθε ακόμα η άνοιξη». «Όχι δεν ήρθε» είπα κι έσπασα ένα κλαδί από την ανθισμένη αμυγδαλιά του πάρκου. Θα ανανέωνα το κλαδί στο βάζο και μαζί και την ελπίδα μου. Θα ερχόταν κάποια στιγμή η άνοιξη, δε γίνεται αλλιώς.

Χρύσα Σωτηριάδου