«Η αμυγδαλιά και το σκοτεινό δωμάτιο»

van

«Ανθισμένο κλαδί αμυγδαλιάς σε ποτήρι» του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ

Ακατάπαυστη βροχή και τσουχτερό κρύο, μα εγώ ήμουν κλεισμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους και με έπνιγε η μοναξιά. Ήθελα τόσο πολύ να βγω έξω, να περπατήσω στη βροχή, όμως με είχαν κλειδώσει σε εκείνο το μικρό και άβολο δωμάτιο, τόσο καιρό που είχα ξεχάσει το φως του ήλιου και τα λαμπερά αστέρια του βραδινού ουρανού. Το μόνο που μου πρόσφεραν ήταν ένα πιάτο φαγητό και ένα ποτήρι νερό. Ούτε που ήξερα γιατί το έκαναν αυτό, δεν είχα ιδέα ποιοι ήταν. Έβλεπα τον κόσμο από το παράθυρο, και αναπολούσα εκείνη την ημέρα. Σαν παραμύθι ήταν, αυτά δεν γίνονται στην πραγματικότητα…

Όλα ξεκίνησαν ένα πρωί που είχα τσακωθεί  πολύ άσχημα με τους γονείς μου – αυτό είναι και το χειρότερο απ’ όλα, ότι δηλαδή από τότε δεν τους ξαναείδα. Έφυγα από το σπίτι κλαίγοντας και πήγα μια βόλτα στο κοντινό δάσος. Περπατούσα ώρες και σκεφτόμουν, ώσπου κουράστηκα και σταμάτησα. Τότε είδα μπροστά μου μία αμυγδαλιά, εντυπωσιάστηκα γιατί ήταν η μόνη σε εκείνο το μέρος. Στο δάσος δεν υπήρχαν άλλες αμυγδαλιές. Υπήρχε μόνο εκείνη και ήταν η πιο όμορφη απ’ όλες που είχα δει. Ο ήλιος διαπερνούσε τα κλαδιά της και το ροζ χρώμα των λουλουδιών της φωτιζόταν ακόμα περισσότερο. Το βλέμμα μου είχε καρφωθεί επάνω της και δεν χόρταινα να την κοιτάζω. Έκατσα κάτω από τον κορμό της για να ξεκουραστώ και ξαφνικά άκουσα μια φωνή, πολύ λεπτή, σχεδόν αστεία, να μου λέει «Έιι ψιτ, εσύ εκεί». Όμως τρόμαξα λιγάκι, γιατί δεν έβλεπα κανέναν γύρω μου παρά μόνο το δέντρο, αλλά το δέντρο δεν γίνεται να μιλάει, σκέφτηκα. Συνέχισα να απολαμβάνω την γαλήνια ηρεμία μου αγνοώντας το γεγονός. Όμως άκουσα ξανά την φωνή και δεν μπορούσα πια να το αγνοήσω.  «Ποιος είναι; Ποιος μου μιλάει;» Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτα και μετά πάλι η ίδια φωνή. «Εδώ, κοίτα πάνω και θα με δεις» . Κοίταξα πάνω και το μόνο που είδα ήταν το δέντρο και τίποτα άλλο.

̶  Αποκλείεται να μου μιλάει ένα δέντρο, δεν είναι δυνατόν!

̶  Κι’ όμως, ένα δέντρο σου μιλάει μην τρομάζεις δεν θα σου κάνω κακό.

̶  Ας το πιστέψω για την ώρα… Εσύ όμως γιατί είσαι μόνη σου εδώ; Θέλω να πω τόσες αμυγδαλιές υπάρχουν στο χωριό, αλλά εσύ είσαι μέσα στο δάσος, πιο απομακρυσμένη απ’ όλες.

̶  Ναι, το ξέρω. Οι άνθρωποι με μεταφύτεψαν εδώ όταν ήμουν μικρή, μάλλον γιατί κατάλαβαν πως δεν είμαι σαν τις άλλες. Κατά καιρούς έρχονται και μιλάνε για μένα, τους ακούω.

̶  Και τι λένε δηλαδή;

̶  Λένε πως το είδος μου είναι σπάνιο και τα χρόνια ζωής μου λίγα. Επίσης είπαν πως δεν πρέπει να με συναντήσει κανένας νέος άνθρωπος.

̶  Εγώ τώρα βρίσκομαι σε κίνδυνο που σε ξέρω;

̶  Μμ, δεν ξέρω, ελπίζω όχι. Μα εμένα άλλο με απασχολεί.

̶  Πες μου, τι σε απασχολεί;

̶  Ο χρόνος της ζωής μου τελειώνει..τους άκουσα να το λένε. Και πριν απ’ αυτό θα ήθελα να αφήσω κάτι πίσω μου, κάποιος να με θυμάται.

̶  Εγώ, εγώ θα σε θυμάμαι για πάντα. Είσαι το πιο όμορφο δέντρο που έχω δει. Θα κάνω ό,τι επιθυμείς!

̶  Μ’ αυτό που θα σου πω αναγκαστικά θα φύγω πιο γρήγορα, μα είναι ο μόνος τρόπος να σου χαρίσω κάτι δικό μου.

̶   Θα κάνω αυτό που θες εσύ, κανέναν δεν θα σκεφτώ.

̶  Θέλω να κόψεις το πιο όμορφο κλαδάκι από πάνω μου. Μόλις το κόψεις τα λουλούδια μου θα αρχίσουν να πέφτουν και μαζί με αυτά τα φύλλα μου. Τότε θα καταρρεύσω ολόκληρη.

̶  Είσαι σίγουρη πως θέλεις να γίνει αυτό;

̶  Ναι, και σε παρακαλώ γρήγορα, ακούω τις ίδιες φωνές. Βιάσου!!

̶  Ποιες φωνές; Τι εννοείς; Έρχονται οι άνθρωποι;

̶  Ναι, έρχονται, τους ακούω όλο και πιο κοντά. Μη καθυστερείς, κινδυνεύεις.

̶  Είναι πολύ δύσκολο να το κάνω, θα είναι σα να σε σκοτώνω εγώ…

̶  Κάντο γρήγορα, μη περιμένεις λεπτό, τους βλέπω.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια και έκοψα το κλαδάκι που είχε φυλαγμένο γι’ αυτή τη στιγμή. Αμέσως  η αμυγδαλιά μου άρχισε να καταστρέφεται. Έπεφταν τα πάντα από πάνω της, μόνο ο κορμός της είχε μείνει. Όμως ακόμη μου μιλούσε.

̶  Σ΄ ευχαριστώ πολύ, θα υπάρχεις πάντα στη ψυχή μου δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Τώρα πρόσεχε θα σου κάνουν κακό. Αντίο.

Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια και την έβλεπα να χάνεται σιγά σιγά από τα μάτια μου. Δεν πρόλαβε όμως να μου πει πως εκείνοι ήταν από πίσω μου.

̶  Αντίο, θα σε θυμάμαι πάντα, πρόλαβα να ψιθυρίσω.

Και τότε σκοτείνιασαν τα πάντα μπροστά μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν σε αυτό το δωμάτιο. Δεν κατάλαβα πως έγιναν όλα αυτά, μα ήμουν σίγουρη πως με άρπαξαν εκείνοι, ούτε που πρόλαβα να τους δω. Το κλαδάκι το είχα κρύψει στην τσέπη μου. Το έβαλα σε ένα ποτήρι από αυτά που μου έδιναν με νερό και το κοιτούσα όλη την μέρα. Το κοιτούσα για να χαραχτεί στην μνήμη μου πριν μαραθεί, όμως αυτό δεν μαράθηκε ποτέ. Ήταν για πάντα δίπλα μου, ήταν για πάντα το ίδιο, το ίδιο με τότε …

Σε όποιο σκοτεινό δωμάτιο και να με κλείσουν η ανθισμένη αμυγδαλιά θα είναι δίπλα μου, θα είναι μέσα μου… Και θα με κάνει να πιστεύω πως και τα δένδρα μιλούν, αν κρατήσω την ακοή μου οξυμένη και την καρδιά μου νέα…

Ελευθερία Φτεργιώτου