«Ρευστότητα»

patterson

«Σταγόνες», El. Patterson

Άραγε, θα μπορέσω να ξαναδώ τον κόσμο καθαρά  ή θα γίνεται όλο και πιο θαμπός, χωρίς χρώματα και σχήματα παρά μόνο θολές σκιές;

Η ασθένεια μου όλο και χειροτερεύει. Πριν λίγους μήνες επισκέφτηκα τον οφθαλμίατρο μου, ο όποιος δε μου άφησε ελπίδες πλέον,  η όρασή μου θα εξασθενεί σταδιακά.. Μα τι θα κάνω, είμαι μόλις 18 χρονών, πώς θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου, τι θα απογίνω;

Εκεί που καθόμουν και λυπόμουν τον εαυτό μου βυθισμένη στη μελαγχολία κατέφθασαν οι δυο αγαπημένες μου φίλες , που γνώριζαν τα πάντα για εμένα και την ασθένεια μου. Για να ξεσκάσω  μου πρότειναν να πάμε  μια βόλτα. Έκανα ώρα να ετοιμαστώ, ήταν δύσκολα με την κατάσταση της όρασης μου, περισσότερο φανταζόμουν παρά έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και το φανταζόμουν άσχημο, γιατί άσχημα ένιωθα μέσα μου.

Πήγαμε σε μια καφετέρια, δίπλα μας καθόταν μια  παρέα αγοριών. «Ένα αγόρι από δίπλα σε κοιτάζει» μου ψιθυρίζει η φίλη μου. Στρέφω το βλέμμα μου και καγχάζω από μέσα μου. «Σιγά μην κοιτάζει εμένα, αλλά και κι εγώ τι κοιτάω να δω;»  Όμως τον ….βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου. Αυτήν την φορά η όραση μου δεν με γελάει. Στάθηκε μπροστά μου

-Πώς σε λένε; μου λέει. Η φωνή ακούγεται αρρενωπή και τρυφερή μαζί. Αναστατωμένη του συστήνομαι.

– Λοιπόν, Αλίκη, θέλεις να πάμε μια βόλτα να γνωριστούμε καλύτερα;

Στρέφομαι προς τα κορίτσια «Πήγαινε Αλίκη», μου λένε καθησυχαστικά . Επιφυλακτικά σηκώνομαι από το τραπέζι και φεύγουμε. Καθώς περπατάμε μέσα στο κρύο, ξαφνικά μου πιάνει το χέρι… Θερμή χούφτα, δυναμικό σφίξιμο,  το άγγιγμα του με ηρεμεί και χαλαρώνω.  Μιλάμε ακατάπαυστα, γελάμε συχνά, νιώθω σαν να τον ξέρω, μου εμπνέει ασφάλεια. Όταν  η ώρα πέρασε, μου είπε πως έπρεπε να φύγει και σκύβοντας μου έδωσε ένα φιλί. Τα χείλη του στα χείλη μου, απαλότητα, υγρασία μυρωδιά αγοριού και τρυφεράδας. “Αύριο στις 6 πάλι εδώ” μου φωνάζει καθώς απομακρύνεται.

Κάθομαι σε ένα παγκάκι και τηλέφωνο στη μαμά μου να έρθει να με πάρει. Η ταραχή μου καταλαγιάζει και η χαρά μου σιγά σιγά μετατρέπεται σε ενοχή. Δεν του είπα τίποτα για την ασθένεια μου, τον ξεγέλασα αυτή τη φορά, αλλά την επόμενη; Ένα ψιλόβροχο ξεκίνησε, άφησα τις σταγόνες να κυλούν στα βλέφαρά μου. Δε θα υπάρξει άλλη φορά αποφασίζω. Είχα μια υπέροχη ανάμνηση, η φωνή του, τα λόγια του, το χέρι του, το φιλί του. Δεν ήθελα να τα χαλάσω όλα λέγοντας του τι συμβαίνει.

Το αυτοκίνητο της μαμάς έφτασε, κάθισα στη θέση του συνοδηγού και σιωπηλή κοιτούσα έξω από το τζάμι. Θολά χρώματα, ασαφή σχήματα, οι εικόνες χάνονταν στη ρευστότητα του νερού της βροχής, των δακρύων, των  ματιών μου που με πρόδιδαν.

Χριστίνα Κιοσσέ